- κλονιστικός
- η , ό[ν]1) сотрясающий; колеблющий; шатающий; расшатывающий (тж. перен. ); 2) потрясающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλονιστικός — ή, ό [κλονίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στον κλονισμό 2. αυτός που γίνεται με κλονισμό … Dictionary of Greek